Pages

Monday 4 January 2021

Η ιστορία της Αγια-Σοφιάς

Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας
Αγία Σοφία: Η ιστορία του Ναού - συμβόλου της Χριστιανοσύνης | tanea.gr 
Σπάνια ένα μνημείο προκαλεί δέος και συγκίνηση ανάλογη με αυτή που δημιουργείται όταν κάποιος αντικρίζει την Αγία Σοφία. Χτισμένη πάνω σε ένα μικρό ύψωμα, έτσι ώστε να είναι  το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια του επισκέπτη, καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα, η Αγία Σοφία είναι ένα από τους μεγαλύτερους ναούς του κόσμου, ένα πραγματικό θαύμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και ένα σύμβολο για όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.

Βέβαια, λόγω της μακραίωνης ιστορίας της, ο ναός της Αγίας Σοφίας έχει ένα ακόμα μοναδικό χαρακτηριστικό: είναι ένα κτίριο που έχει υπάρξει τόπος λατρείας όχι μόνο για τους Ορθόδοξους, αλλά και τους Καθολικούς και τους Μουσουλμάνους. Το οικοδόμημα ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της τρουλαίας βασιλικής και συνδυάζει στοιχεία της πρώιμης βυζαντινής ναοδομίας, σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της, η Αγία Σοφία ξεχωρίζει επίσης για τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμό της.

Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας.

Για χίλια και πλέον χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία θα αποτελέσει το κέντρο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες.

Οι πρώτοι δύο ναοί

Λίγοι γνωρίζουν ότι η Αγία Σοφία που υπάρχει σήμερα στην Κωνσταντινούπολη δεν είναι η πρώτη, αλλά η τρίτη μορφή του ναού.

Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας, τύπου ξυλόστεγης βασιλικής, θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της παραπαίουσας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη αργότερα). Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου 360.

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, το 404, ο πρώτος ναός πυρπολήθηκε από εξαγριωμένους υποστηρικτές του Ιωάννη του Χρυσόστομου, τον οποίο είχε εξορίσει η αυτοκράτειρα Ευδοξία. Η Αγία Σοφία ξανακτίσθηκε ως ξυλόστεγη βασιλική από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ και τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Ιανουαρίου 415 από τον πατριάρχη Αττικό. Όμως ο ναός θα πυρποληθεί εκ νέου, το 532, κατά τη Στάση του Νίκα.

Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ αποφάσισε να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού τέθηκαν στις 23 Φεβρουαρίου 532, σαράντα ημέρες μετά την καταστολή της εξέγερσης, με σχέδια που εκπόνησαν ο Ανθέμιος Τραλλιανός (474-534) και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος (442-534).

Οι δυο έμπειροι μηχανικοί, αλλά και αρχιτέκτονες, μαθηματικοί και καλλιτέχνες, έδωσαν νέες λύσεις σε μέχρι τότε άλυτα αρχιτεκτονικά προβλήματα. Εφάρμοσαν το σύστημα θολοδομίας και δημιούργησαν ένα νέο τύπο εκκλησίας, την βασιλική με τρούλλο, ενώ η αντισεισμική προστασία του ναού, στην κατ’ εξοχήν σεισμογενή Κωνσταντινούπολη, θαυμάζεται ακόμη και σήμερα από τους ειδικούς. Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ το κόστος κατασκευής του κυμάνθηκε από 80 έως 320 κεντηνάρια χρυσού (περίπου 2,5 δισ. ευρώ). Από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, έγινε προσφορές.Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών».

Ο ναός έχει μέγιστες διαστάσεις 77Χ72 μέτρα και ο εντυπωσιακός τρούλλος που κυριαρχεί σε όλη την σύνθεση, έχει διάμετρο 33 μέτρα και ύψος από το δάπεδο 62 μέτρα. Κανένας από τους δύο δημιουργούς της Αγίας Σοφίας δεν ευτύχησε να δει το έργο τελειωμένο, καθώς πέθαναν πριν από την ολοκλήρωσή της.

Η τελική μορφή του ναού

Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ αποφάσισε να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού θα μπουν στις 23 Φεβρουαρίου του 532, με σχέδια που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος Τραλλιανός και Ισίδωρος ο Μιλήσιος.

Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ ξοδεύτηκαν 320.000 λίρες (περίπου 120.000.000 ευρώ).

Από κάθε σημείο όπου υπήρχε Ελληνισμός, έγινε προσφορά: τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα, αναφωνεί: «Δόξα τω Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών», δηλαδή «Δόξα τω Θεώ που με καταξίωσε να ολοκληρώσω τέτοιο έργο, σε νίκησα Σολομώντα».

Στο προαύλιο του ναού λέγεται πως υπήρχε κρήνη, στην οποία ανεγράφετο η καρκινική φράση «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ» (νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν, δηλ. ξέπλυνε τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου). Η φράση αυτή, αν αναγνωσθεί ανάποδα (από δεξιά προς τα αριστερά) αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το αυτό νόημα.

Την εποχή του Ιουστινιανού, η Αγία Σοφία είχε χίλιους κληρικούς.

Η κατασκευή του τελικού ναού της Αγίας Σοφίας σε πάπυρο του 14ου αιώνα.

Είχε γίνει και Ρωμαιοκαθολικός ναός

Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1204-1261 ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός.

Μάλιστα, κατά την διάρκεια της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (το 1204), η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές.

Μετατράπηκε σε τζαμί μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης

Μετά την επανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς το 1262, η Αγία Σοφία ήταν σε πολύ κακή κατάσταση.

Εργασίες συντήρησης έγιναν το 1317 και ακόμα πιο εκτενώς από το 1346 έως το 1354, που η εκκλησία ήταν κλειστή για το κοινό, καθώς πολλά σημεία της οροφής είχαν καταρρεύσει και ο ναός είχε υποστεί ζημιές από τον σεισμό του 1344.

Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ’ Δραγάτης, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγνώμη για λάθη που πιθανόν έκανε, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.

Απεικόνιση της Αγίας Σοφίας το 1559, μόλις έναν αιώνα μετά την άλωση του 1453.

 Κατά την περίοδο την Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγιναν στο ναό σημαντικές καταστροφές στις τοιχογραφίες του ναού (ασβεστώθηκαν), αφού η απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος θεωρείται βλασφημία για το Ισλάμ. Ο ναός με την σπουδαία αρχιτεκτονική του αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή και άλλων τεμενών, όπως το Μπλε Τζαμί.

Η σύγχρονη ιστορία: Από τζαμί σε μουσείο και πάλι… τζαμί

To 1934 o Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας, μετέτρεψε το τέμενος σε μουσείο.

Σήμερα ο ναός εξακολουθεί να είναι μουσείο, ενώ πραγματοποιούνται σε αυτόν πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά και εκδηλώσεις που θεωρούνται από ορισμένους ότι δεν αρμόζουν στο χώρο, όπως επιδείξεις μόδας.

Παράλληλα, γίνονται προσπάθειες για τη διάσωση των ψηφιδωτών του ναού.

Την Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας αποφάσισε ότι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης σε μουσείο το 1934 ήταν παράνομη.

Απεικόνιση της Αγίας Σοφίας το 1559, μόλις έναν αιώνα μετά την άλωση του 1453

Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας, τύπου ξυλόστεγης βασιλικής, θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της παραπαίουσας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη αργότερα). Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου 360.

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, το 404, ο πρώτος ναός πυρπολήθηκε από εξαγριωμένους υποστηρικτές του Ιωάννη του Χρυσόστομου, τον οποίο είχε εξορίσει η αυτοκράτειρα Ευδοξία. Η Αγία Σοφία ξανακτίσθηκε ως ξυλόστεγη βασιλική από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ και τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Ιανουαρίου 415 από τον πατριάρχη Αττικό. Όμως ο ναός θα πυρποληθεί εκ νέου, το 532, κατά τη Στάση του Νίκα.

Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ αποφάσισε να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού τέθηκαν στις 23 Φεβρουαρίου 532, σαράντα ημέρες μετά την καταστολή της εξέγερσης, με σχέδια που εκπόνησαν ο Ανθέμιος Τραλλιανός (474-534) και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος (442-534).

Οι δυο έμπειροι μηχανικοί, αλλά και αρχιτέκτονες, μαθηματικοί και καλλιτέχνες, έδωσαν νέες λύσεις σε μέχρι τότε άλυτα αρχιτεκτονικά προβλήματα. Εφάρμοσαν το σύστημα θολοδομίας και δημιούργησαν ένα νέο τύπο εκκλησίας, την βασιλική με τρούλλο, ενώ η αντισεισμική προστασία του ναού, στην κατ’ εξοχήν σεισμογενή Κωνσταντινούπολη, θαυμάζεται ακόμη και σήμερα από τους ειδικούς.

 

Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ το κόστος κατασκευής του κυμάνθηκε από 80 έως 320 κεντηνάρια χρυσού (περίπου 2,5 δισ. ευρώ). Από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, έγινε προσφορές.Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών».

Ο ναός έχει μέγιστες διαστάσεις 77Χ72 μέτρα και ο εντυπωσιακός τρούλλος που κυριαρχεί σε όλη την σύνθεση, έχει διάμετρο 33 μέτρα και ύψος από το δάπεδο 62 μέτρα. Κανένας από τους δύο δημιουργούς της Αγίας Σοφίας δεν ευτύχησε να δει το έργο τελειωμένο, καθώς πέθαναν πριν από την ολοκλήρωσή της.

Για χίλια περίπου χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία ήταν το κέντρο της πολιτικής, εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Σοφία του Θεού, αλλά για τους Βυζαντινούς ήταν περισσότερο ταυτισμένη με την Παναγία. Το 626 , όταν η Κωνσταντινούπολη σώθηκε από την πολιορκία Αβάρων και Περσών, εψάλη εκεί για πρώτη φορά εκεί ο Ακάθιστος Ύμνος. Το 860, όταν την Κωνσταντινούπολη πολιόρκησαν οι Ρως (Ρώσοι), ο πατριάρχης Φώτιος πήρε το πέπλο της Θεοτόκου, που φυλασσόταν στην Αγία Σοφία και το εμβάπτισε στην θάλασσα. Τότε προκλήθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή που κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, σύμφωνα με την παράδοση.

Την εποχή της Εικονομαχίας (726-843) απομακρύνθηκαν από την Αγία Σοφία οι εικόνες και κάθε είδους αναπαράσταση των θείων και αγίων προσώπων. Επί πατριαρχίας του εικονομάχου πατριάρχη Νικήτα Α (766-780) μόνο ο σταυρός εξέφραζε την ταύτιση της Αγίας Σοφίας με την χριστιανική θρησκεία.

 

Στις 16 Ιουλίου 1054 μέσα στην Αγία Σοφία εκτυλίχθηκε ένα από τα σοβαρότερα επεισόδια του εκκλησιαστικού Σχίσματος, όταν ο απεσταλμένος του Πάπα καρδινάλιος Ουμβέρτος επέθεσε επιδεικτικά τη Βούλα Αφορισμού του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου στην Αγία Τράπεζα, πριν από την έναρξη της Θείας Λειτουργίας. Κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας (1204-1261), η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και έδρα του Λατίνου Πατριάρχη.

Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγγνώμη για τα λάθη του, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία έγινε μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί) από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ίδρυση του σύγχρονου Τουρκικού Κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ, μετατράπηκε σε μουσείο με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου στις 24 Νοεμβρίου 1934.

Η Αγία Σοφία ως μουσείο άνοιξε τις πύλες της την 1η Φεβρουαρίου 1935 και στις 6 Δεκεμβρίου 1985, ανακηρύχθηκε από την UNESCO, Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Στις 10 Ιουλίου 2020, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέγραψε διάταγμα, με το οποίο η Αγία Σοφία μετατρέπεται και πάλι σε τζαμί, το οποίο θα είναι ανοιχτό σε όλους τους μουσουλμάνους, τους χριστιανούς και τους ξένους, όπως δήλωσε. Το «πράσινο φως» είχε δώσει νωρίτερα με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Τουρκίας, ακυρώνοντας το προεδρικό διάταγμα του Κεμάλ Ατατούρκ. Η Αγία Σοφία ως τζαμί ανοίγει σήμερα τις πύλες της. 

TANEA Team

Friday 23 October 2020

Η Κωνσταντινούπολη πριν από την Άλωση

Εντυπωσιακές εικόνες της Κωνσταντινούπολης πριν την Άλωση στις 29 Μαΐου του 1453.
Μέσα από αναπαραστάσεις αρχαιολόγων, αποτυπώνεται η αίγλη της Βασιλεύουσας πριν πέσει στα χέρια των Οθωμανών, ενώ μεταξύ των απεικονίσεων ξεπροβάλλουν η Αγία Σοφία καθώς και εμβληματικά μνημεία της εποχής.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης ήρθε μετά την πολιορκία της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’.

Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453.


















iefimerida.gr
newpost.gr
Πηγή: karar.com
Το Χαμομηλάκι

Sunday 6 September 2020

Η «Δέησις», το ωραιότερο ψηφιδωτό της Αγια-Σοφιάς και οι Έλληνες!

Η «Δέησις» θεωρείται από τους ειδικούς, το ωραιότερο ψηφιδωτό της Αγια-Σοφιάς, που μετέτρεψε ο Ερντογάν σε τζαμί. Σε αυτό εικονίζονται ο Χριστός, η Παναγία και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Τα γράμματα στην εικόνα είναι πεντακάθαρα Ελληνικά (ΜΡ-ΘΥ, ΙC-ΧC, Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩ. Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ).
Η αγιογραφία φιλοτεχνήθηκε όταν έληξε ο Λατινοκρατία στην Κωνσταντινούπολη το 1261 και πραγματοποιήθηκε η επαναφορά της ορθόδοξης λατρείας. Η Λατινοκρατία κράτησε 57 χρόνια. Στις 15 Αυγούστου 1261 μπαίνει πεζή από τη Χρυσή Πύλη της Αγια-Σοφιάς ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, εστεμμένος αυτοκράτωρ. Η πόλη είχε πέσει από τους σταυροφόρους του Πάπα την Τρίτη 13 Απριλίου 1204. Οι εκπρόσωποι της Χριστιανικής Δύσης (τα ίδια τότε και τώρα) έκαναν τέτοιες καταστροφές που δεν έκαναν σε πολιορκίες τους βάρβαροι Σλάβοι, Βούλγαροι, Πέρσες, Άβαρες… Τρείς μέρες και νύχτες κατέστρεφαν, έκαιγαν, λεηλατούσαν, βίαζαν γυναίκες, έσφαζαν αμάχους και ενόπλους, γυναίκες και παιδιά, ιερείς και λαϊκούς. Κατάκλεψαν εκκλησίες και την Αγια-Σοφιά την οποία απογύμνωσαν από καθετί χρυσό, ασημένιο ή στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Σκόρπισαν ιερά λείψανα, καταπάτησαν εικόνες. Την Αγία Τράπεζα τη διέλυσαν με τσεκούρια όπως και τον Ιερό Άμβωνα. Χιλιάδες βιβλία, χειρόγραφα, κειμήλια και σκεύη πετάχθηκαν στα σκουπίδια ή κάηκαν ή πουλήθηκαν ή μεταφέρθηκαν στις Παπικές βιβλιοθήκες καθώς και έργα τέχνης όπως τα άλογα της Πόλης που κοσμούν την είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Το Υπουργείο Πολιτισμού μας και οι «πολιτισμένοι» καθηγητάδες Πανεπιστημίων δεν κάνουν λόγο γι’ αυτά. Σε εκκλησίες της Δύσης ξενιτεμένα από τον τόπο τους όπως πολλά αρχαία αγάλματα και το «Ιερό Μανδήλιο», τεμάχια του Τίμιου Σταυρού, μέρη από το ακάνθινο στεφάνι και άγια ιερά λείψανα αγίων… Και όλα αυτά και πολλά άλλα, 249 χρόνια από την άλωση της Πόλης με την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την Τρίτη 29 Μάΐου 1453… Και 617 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 που για 400 χρόνια οι Τούρκοι σκλάβωσαν τον Έλληνα… Σήμερα, 200 χρόνια μετά, ο σημερινός Έλληνας καλείται να ξαναθυμηθεί και να απευθύνει μια «νέα Δέηση» στον Χριστό... Και ίσως να ξανασκεφτεί μια «νέα Φιλική Εταιρία» αφού όλα περίπου μοιάζουν σε κάποια σημεία… Άλλωστε πολλά κατέθεσαν Έλληνες ασφαλιστές της Οδησσού για την Φιλική εταιρία και τον ξεσηκωμό του ’21.

Δέησις είναι λέξη που βγαίνει από το ρήμα δέω = δένω, δηλαδή είμαι δεμένος, προσκεκολλημένος σε ότι μου χρειάζεται, δέομαι = έχω ανάγκη, στερούμαι κάτι και το ζητώ δια της δεήσεως, ζητώ τα αναγκαία, αυτά που μου λείπουν, έχω έλλειψη, στερούμαι. Πολλές λέξεις και έννοιες γύρω από το ρήμα δέω υπάρχουν και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια του Ομήρου ως τις μέρες μας υπογραμμίζοντας την συνέχεια της ελληνικής φυλής που δίπλα στην λέξη δέηση έχει και τη λέξη ικεσία. Ικεσία = από το ρήμα ίκω, φθάνω ικέτης για να πω ευχές, και τη λέξη παράκλησις από το παρα-καλώ κάποιον να μου δώσει βοήθεια, και τη λιτή από το ρήμα λίσσομαι ή λίττομαι που σημαίνει ικετεύω επίμονα, λιτή = ικεσία = λιτανεία. Η «Δέηση» στην Αγια-Σοφιά ας είναι μήνυμα ελπίδος για τον σεβασμό προς τα Ιερά και Όσια κάθε φορά που καταπατώνται από οποιονδήποτε Εχθρό εξωτερικό ή και εσωτερικό (τι δέηση να κάνουν οι άθεοι;). Η Παναγία για χρόνια ακούει το «σώπα, κυρία Δέσποινα, μην κλαίεις, μη δακρύζεις· Πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά σου είναι» (Fauriel-Paris 1825). Ο Ναός Αγιάς Σοφιάς, κατοικητήριον του Θεού από το ρήμα Ναίω = κατοικώ, λέξη Ελληνική και αυτή, αυτή την εποχή υφίσταται τραυματισμό και λεηλασία και ως μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς αλλά και ως σημείο κοινής αναφοράς των Ελλήνων και του Χριστιανικού κόσμου. «Η Αγια-Σοφιά είναι το αίμα μας, κάποτε θα είναι ξανά δική μας» έγραψε ο Ίων Δραγούμης και τα λόγια φέρνουν ρίγη συγκίνησης και ταραχή στο νου μας που μας καλεί να θρηνήσουμε τραγουδώντας το ελληνικό δημοτικό τραγούδι «Της Αγια- Σοφιάς», τον Πατριάρχη της οποίας Γρηγόριο Ε’ κρέμασαν οι Τούρκοι από τον μεγάλο ξεσηκωμό του γένους και έθαψαν στην Οδησσό πλήθος κόσμου και πολλοί σημαντικοί ασφαλιστές.

ΤΡΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ-ΣΟΦΙΑ (1453)
Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα κείμενο του Γεώργιου Α. Μέγα, που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο Ελληνικά δημοτικά τραγούδια (Εκλογή), τομ. Α', Ακαδημία Αθηνών, εν Αθήναις 1962:
Μεταξύ των ιστορικών τραγουδιών του λαού μας εξέχουσαν θέσιν κατέχει το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς. Και είναι τόυτο ευνόητον. Κανένα άλλο γεγονός της εθνικής μας ιστορίας δεν συνεκλόνσε τόσον καθολικά την εθνικήν ψυχήν, όσον η πτώσις της Πόλεως και η απώλεια της Μεγάλης Εκκλησίας, που εσήμαινε την απώλειαν αυτήν της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του γένους. Δι’ αυτό ο θρήνος δια το πάρσιμο της Πόλης και της Αγιά Σοφιάς υπήρξε γενικός, πανελλήνιος.

Αλλά και ως τραγούδι ο θρήνος αυτός είναι από τα καλύτερα, τα λυρικώτερα δημιουργήματα της λαϊκής Μούσης. Δεν επιχειρεί εδώ ο δημοτικός ποιητής να ιστορήση, να εκθέση τα γεγονότα, αλλά υψώνεται επάνω από τα οιαδήποτε περιστατικά, δια να δώση έκφρασιν εις το πάθος, την συγκίνησιν της ψυχής που προκαλεί η μεγάλη καταστροφή.

Αυτή η αναγγελία του γεγονότος απηχεί εις το πρώτον εκ των παρατιθεμένων ασμάτων ως κραυγή σπαρακτική απογνώσεως. Η φωνή κατόπιν από τον ουρανόν, τα δάκρυα εις την εικόνα της Παναγίας, και τα δύο στοιχεία ζωντανά θρησκευτικής πίστεως και ποιήσεως, είναι το πρώτον φωνή μιας αδυσωπήτου μοίρας, το δεύτερον έκφρασις τελειωμένη της θλίψεως δια την απόφανσιν αυτήν της μοίρας. Και ενώ βαθεία εκδηλώνεται η συνείδησις της συμφοράς, που έρχεται να πλήξη το έθνος ολόκληρον, η εθνική ψυχή δεν αφήνεται εις την αποθάρρυνσιν και παρήγορος λάμπει ευθύς η ελπίς δια την ανόρθωσιν, την ανάκτησιν της εθνικής κληρονομίας· είναι η ελπίς του δουλωθέντος έθνους και η πεποίθησις που ερριζώθη ευθύς μετά την άλωσιν εις τον ελληνικόν λαόν, η ιδία εκείνη ελπίς, η οποία υπ’ άλλην μορφήν απεκορυφώθη εις την παράδοσιν δια τον Μαρμαρωμένο βασιλιά.

Το δεύτερον άσμα, το οποίον μετά τον στ. 7 συμφύρεται με τον πρώτον, εκφράζει εις τους περιφήμους δύο πρώτους στίχους όλην την μεγαλοπρέπειαν της Μεγάλης Εκκλησίας. «Εκεί μέσα ακούμε βαθειά ν’ αντηχάη το σήμασμα της Αγιάς Σοφιάς και να μπαίνη στην ίδια σειρά με τη δοξολογία του ουρανού και γενικά όλης της χτίσης… Ο μεγάλος αριθμός από σήμαντρα, από καμπάνες, από παπάδες και διάκους, που αναφέρουν οι κατοπινοί στίχοι είναι η συνέχεια στην έκφραση της μεγαλοπρέπειας. Με τον στ. «ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης» τελειώνει η περιγραφή της εκκλησίας… κι’ ύστερα αρχίζει η γνωστή παράδοση για το σταμάτημα της λειτουργίας κτλ.»
Το τρίτον άσμα διεσώθη ως προοίμιον εις θρήνον περιεχόμενον εν χειρογράφω της Εθν. Βιβλιοθήκης των Παρισίων του ΙΕ’ αιώνος, και επιγραφόμενον «Ανακάλημα της Κωνσταντινουπόλις», ως φαίνεται δ’ εκ τινών ενδείξεων είναι κρητικής προελεύσεως.

Α’
Πήραν την Πόλη, πήραν την! πήραν τη Σαλονίκην!
πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
που είχε τριακόσια σήμαντρα, κ’ εξήντα δυο καμπάνες·
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Σιμά να ‘βγουν τα άγια, κι ο βασιλιάς του κόσμου,
φωνή τους ήρθ’ εξ ουρανού, αγγέλων απ’ το στόμα·
«Αφητ΄ αυτήν την ψαλμουδιά, να χαμηλώσουν τ’ άγια,
και στείλτε λόγο στην Φραγκιά, να έρθουν να τα πιάσουν,
να πάρουν το χρυσό σταυρό, και τ’ άγιο ευαγγέλιο,
και την αγία τράπεζα, να μην την αμολύνουν».
Σαν τ’ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν οι εικόνες·
«Σώπα, κυριά Δέσποινα, μην κλαίης, μη δακρύζης·
πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά σου είναι».
C. Fauriel, Chants populaires de la Grece modern, tome II, Paris 1825, σ.340

Β’
Σημαίν' ο Θιος, σημαίν' η γη, σημαίνουν τα ‘πουράνια,
σημαίνει κ' η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, μ’ εξήντα δυο καμπάνες,
πώχει τριακόσιες καλογριές και χίλιους καλογέρους.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης.
Φωνή τους ήρτ' από το Θιό κι' άπ' την αγγέλου κρίση.
«Πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια.
Πήραν την Πόλη, πήρανε, πήραν τη Σαλονίκη,
πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι·
Πήραν παιδιά ‘π' το δάσκαλο, κοράσι' απ΄ το γκεργκέφι,
Πήραν μανάδες με παιδιά, κυράδες με τους άντρες.»
Arn. Passow, Τραγούδια ρωμαίικα, Lipsiae, σ.146, αρ. 195, (Συλλογή Ulrich)

Γ’
Kαράβιν εκατέβαινε ς’ τα μέρη της Tενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
― «Kαράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»
― «Έρκομαι εκ τα’ ανάθεμα κ’ εκ το βαρύν το σκότος,
εκ την αστραποχάλαζην, εκ την ανεμοζάλην·
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμμέ μαντάτα φέρνω,
κακά διά τους Χριστιανούς, πικρά και δολωμένα».
Em. Legrand, Collection de monuments… No 5, n.s. Athenes 1975, σ. 93. Πρβλ. Εμμ. Κριαρά, Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης, κριτική λέκδοση (Θεσσαλονίκη) 1956, σ. 29, στ. 6-13

nextdeal.gr

Tuesday 4 August 2020

Πώς μια ιστορικός μετέφερε τον ήχο της Αγίας Σοφίας στο στούντιο

Η Μπισέρα Πεντσέβα, ιστορικός τέχνης στο Στάνφορντ και ειδική στο πεδίο ακουστικής αρχαιολογίας, πέρασε την περασμένη δεκαετία στη μελέτη της εντυπωσιακής ακουστικής αντήχησης της Αγίας Σοφίας
Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, εστιάζουν στη θρησκευτική και αρχιτεκτονική αξία της Αγίας Σοφίας. Ωστόσο, η Bissera Pentcheva επικεντρώθηκε σε μια άλλη περιλάλητη ιδιαιτερότητά της: Την ακουστική της. 
Για μια ομάδα επιστημόνων, ακαδημαϊκών και μουσικών, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε χώρος μουσουλμανικής προσευχής απειλεί να επισκιάσει ένα λιγότερο εμφανή θησαυρό: Τον ήχο της. Η Μπισέρα Πεντσέβα, ιστορικός τέχνης στο Στάνφορντ και ειδική στο -ολοένα και αναπτυσσόμενο- πεδίο ακουστικής αρχαιολογίας, πέρασε την περασμένη δεκαετία στη μελέτη της εντυπωσιακής ακουστικής αντήχησης του κτηρίου. 
Για την έρευνά της μέσα στο -διεκδικούμενο από πολλές πλευρές- μνημείο χρειάστηκε ένας συνδυασμός διπλωματίας, εφευρετικότητας και τεχνολογίας. Οι τουρκικές αρχές απαγόρευαν το τραγούδι μέσα στην Αγία Σοφία, ακόμα και ενόσω λειτουργούσε ως μουσείο. Τώρα που το κτίσμα εμπίπτει στη δικαιοδοσία των θρησκευτικών αρχών, αυτή η απαγόρευση θα ενισχυθεί και η περαιτέρω έρευνα ίσως γίνει δυσκολότερη. 
Ωστόσο, η έως τώρα μελέτη της Πεντσέβα ολοκληρώθηκε το περασμένο φθινόπωρο με την κυκλοφορία του "The Lost Voices of Hagia Sophia" (Οι Χαμένες Φωνές της Αγίας Σοφίας), ένα άλμπουμ που αναγεννά το εντυπωσιακό μυστήριο της βυζαντινής λειτουργίας, με τη λαμπρή ακουστική του χώρου για τον οποίο γράφτηκε, παρότι ηχογραφήθηκε σε στούντιο στην Καλιφόρνια.

Ο Τζόναθαν Άμπελ, καθηγητής στο Κέντρο για Υπολογιστική Έρευνα στη Μουσική και την Ακουστική στο Στάνφορντ, κατάρτισε ένα σχέδιο με την ιστορικό που της επέτρεπε να καταγράψει ζωτικής σημασίας ηχητικά δεδομένα για τις δυνατότητες ακουστικής του μνημείου με τη βοήθεια ενός... μπαλονιού, ενός διακριτικού εξοπλισμού ηχογράφησης και ενός συνεργάσιμου φρουρού ασφαλείας. 
Τον χειμώνα του 2010, η Πεντσέβα απέκτησε άδεια εισόδου στο μουσείο της Αγίας Σοφίας. Θα έμπαινε την αυγή, όταν η Κωνσταντινούπολη ήταν ακόμα στην πρωινή ησυχία. Έπεισε το φρουρό να σταθεί σε ένα σημείο όπου, επί Βυζαντινής περιόδου, θα βρίσκονταν οι τραγουδιστές και να σκάσει ένα μπαλόνι. Η ίδια στάθηκε εκεί που, σε θεωρητικό επίπεδο, θα παρακολουθούσε τη λειτουργία κάποιος προύχοντας. Τα μικρόφωνα κατέγραψαν την έκρηξη του ήχου και το επακόλουθο κύμα αντηχήσεων. 
Ένα από τα μπαλόνια των οποίων ο ήχος βοήθησε την ιστορική στην καταγραφή
της ακουστικής της Αγίας Σοφίας - Bissera V. Pentcheva
Στην ιστορικό επετράπη να καταγράψει μόλις τέσσερα σκασίματα μπαλονιών σε δύο επισκέψεις. Από το φαινομενικά αυτό λίγο, αποκόμισε ένα πλούσιο και πολύτιμο υλικό που αργότερα θα της επέτρεπε να μεταφέρει τον ήχο της Αγιάς Σοφιάς στο στούντιο, χωρίς καν να έχει ηχογραφήσει στο χώρο. 
«Το μικρό αυτό σκάσιμο μπαλονιού επαναφέρει όλη την πληροφορία για το υλικό και το μέγεθος του χώρου. Μπορείτε να σκεφτείτε μια φωνή φτιαγμένη από ένα σωρό μπαλόνια. Κάθε φωνή συνοδεύεται από δέσμη παλμικών αποκρίσεων» λέει η ίδια. 

Οι ήχοι από τα μπαλόνια μαζί με το χάρτη του εσωτερικού επέτρεψαν στον Άμπελ να ιχνηλατήσει αυτό αποκαλεί ακουστικό αποτύπωμα του κτηρίου. Στη συνέχεια, η προσομοίωση στον υπολογιστή του ενσωματώθηκε σε ένα σετ μικροφώνων και ηχείων. 
Κάπως έτσι, τα μέλη της Capella Romana, ενός φωνητικού ανσάμπλ στο Πόρτλαντ που ειδικεύεται στους βυζαντινούς ύμνους, ηχογράφησε το «The Lost Voices» σε ένα χώρο που «μιμούνταν» την ακουστική της Αγίας Σοφίας - με την πλούσια αντήχηση, τη διαθλώμενη ηχώ και την ενίσχυση συγκεκριμένων συχνοτήτων. 

Με πληροφορίες από New York Times 

Πηγή: www.lifo.gr

Saturday 9 March 2019

Bassilice

Bassilice

Βασιλίδα

Βασίλισσα 

Basilica